Διήγημα: "Φίδια"

Διήγημα: "Φίδια"

Στις 09/11/2022 δημοσιεύθηκε μέσω του ηλεκτρονικού περιοδικού "Fractal.gr" ένα από τα πρώτα μου διηγήματα, ονόματι: "Φίδια". Για να επισκεφθείτε την σελίδα και να διαβάσετε το διήγημα εκεί, πατήστε το εξής Link: https://www.fractalart.gr/fidia/

Εναλλακτικά, ιδού το πρωτότυπο κείμενο:

Φίδια

~I~

«Να προσέχεις τα φίδια!», του φωνάζανε.

Ο Κίμωνας αρχικά δεν ήθελε να τους ακούσει. Ήταν έλεγε τρελοί, στριμμένοι. Ζηλεύαν που ήτανε ο μόνος που θα ‘χε την ευκαιρία να διασχίσει το φημισμένο δάσος. Εκείνο το πελώριο, απέραντο δάσος, που -σύμφωνα με τους μύθους- ήτανε το ομορφότερο σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Μα όσο μεγάλωνε ο Κίμωνας, τόσο περισσότερο τον επηρέαζαν τα λόγια τους. Έφευγε σιγά σιγά η εφηβική του «αλαζονεία». Έβλεπε πια τον εαυτό του σαν μυρμήγκι κάτω απ’ την γιγάντια μπότα της κοινότητας. Παντού του λέγαν για τα φίδια. Λίγο από δω, λίγο από κει, κάποια στιγμή θα του έμενε.

«Τα φίδια θα σε φάνε τα καταραμένα!», του λέγανε, κι εκείνος έγνεφε.

«Έχουνε δηλητήριο!», του λέγανε, κι εκείνος έγνεφε.

«Θα σκοτωθείς κει μέσα!», του λέγανε, κι εκείνος έγνεφε.

Όσο πλησίαζε η μέρα, τόσο χειροτέρευε το άγχος του Κίμωνα. Κι όταν εν τέλη -όταν έκλεισε τα είκοσι- η μέρα έφτασε, όλη του ψυχούλα είχε γιομίσει τρόμο. Δεν ήθελε, έλεγε. Δεν ήθελε να μπει στο δάσος. Φοβόταν. Όμως δεν είχε επιλογή. Ήτανε χρέος του.

Τον τραβήξανε λοιπόν, μες στ’ άγρια ξημερώματα, μέχρι τα σύρματα που περικύκλωναν το δάσος. Δυο κακομούτσουνοι φύλακες στέκονταν μπροστά από την συρόμενη, συρματένια πόρτα. Ο Κίμωνας έκανε μια τελευταία προσπάθεια να διαμαρτυρηθεί, να ξεφύγει, μα ήταν ανώφελο.

Οι φύλακες τραβήξανε την πόρτα, αρπάξανε τον Κίμωνα, και τον πετάξαν μέσα. Αμέσως έσυραν την πόρτα ώσπου να κλείσει, και την κλείδωσαν.

Δεν υπήρχε διαφυγή. Δεν υπήρχε επιλογή. Ήθελε δεν ήθελε, ο Κίμωνας ήτανε καταδικασμένος να διασχίσει την πιο όμορφη Κόλαση.

~II~

Ο Ήλιος μόλις που ανέτελλε. Μόλις που πετούσε τις κατακόκκινές του ηλιαχτίδες απάνω στα πυκνά σύννεφα. Κι εκείνα σαν Άγγελοι πιστοί, γιομίζανε τον ουρανό με τα χρώματα του Θεού τους.

Ο Κίμωνας σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, κι έμεινε να θαυμάζει την άπειρη τούτη ομορφιά με δέος. Ένιωθε πάλι σαν μυρμήγκι, κάτω απ’ την απεραντοσύνη τ’ ουρανού.

Μα αυτή η στιγμή πέρασε γρήγορα. Αυτή η μικρή στιγμή ευγνωμοσύνης. Αντ’ αυτής ήρθε μίαν άλλη, ασχημότερη. Μια στιγμή πανικού και ανασφάλειας.

«Τα φίδια! Τα φίδια!», όλο σκεφτόταν μέσα του.

Αμέσως έσκυψε το κεφάλι του και κάρφωσε το βλέμμα του στα χώματα.

«Τα φίδια! Τα φίδια!»

Ξεκίνησε να προχωρά αργά αργά σα την χελώνα, με προσοχή στο κάθε βήμα του. Στον ουρανό απάνω, ο Ήλιος γεννούσε τον ομορφότερο πίνακα του κόσμου. Μια ατελείωτη, αδιαμφισβήτητη ομορφιά, όσο το φως του απλωνόταν να μαγέψει τους ανθρώπους και τα ζώα της Γης. Μα ο Κίμωνας αρνιόταν να σηκώσει το βλέμμα του. Ήτανε σίγουρος πως αν τολμούσε μια στιγμή να χάσει την προσοχή του από τα χώματα, τα φίδια θα του ορμούσαν.

Το μεσημέρι πέρασε. Πέρασε και το απόγεμα. Πέρασε και το βράδυ. Πέρασε κ’ η βδομάδα. Μέσα απ’ το κρύο, την ζέστη, το φως και το σκοτάδι, ο Κίμωνας παρέμενε με το κεφάλι του σκυφτό.

~III~

Πενήντα χρόνια πέρασαν. Πενήντα.

Ο Κίμωνας προσπέρασε λίμνες μικρές και μεγάλες, δέντρα ψηλά και κοντά, αγέλες λύκων κι αλεπούδων, αγριογούρουνα, ελάφια, κάθε πινελιά που ‘χει να δώσει η Φύση. Κι όμως, ο Κίμωνας δεν είδε ούτε μία απ’ αυτές. Ούτε μία! Παρέμενε μέρα νύχτα σκυφτός, καχύποπτος—εμμονικά αφοσιωμένος στην κάθε μικρή κίνηση. Στο κάθε μικρό σημάδι που ίσως έκρυβε πίσω του τα «φίδια».

Ήτανε γέρος πια, καμπούρης. Το πρόσωπό του είχε χάσει την ζωντάνια του. Το κορμί του είχε χάσει την δύναμή του.

Την νύχτα που έκλεισε επιτέλους τα εβδομήντα, έφτασε στην άλλη άκρη του πελώριου δάσους. Το κατάλαβε όταν κουτούλησε με το κεφάλι του στην συρματένια, συρόμενη πόρτα (δεν την είχε δει αφού δεν κοίταγε μπροστά του).

Τινάχτηκε προς τα πίσω ξαφνιασμένος.

«Τι; Αυτό ήταν όλο; Πού ‘ναι το δάσος; Πού ‘ναι τα φίδια που μου λέγανε;»

Έστρεφε το βλέμμα του δεξιά κι αριστερά σα τρελαμένος.

«Πού ‘νια τα φίδια ρε!», ούρλιαξε. Ένιωθε προδομένος, ανόητος. Κ’ ίσως να ‘ταν και τα δύο.

«Γιε μου», είπε μια ήρεμη αλλά συνάμα αυστηρή φωνή, που ερχότανε απ’ έξω από τη συρματένια πόρτα. Ο Κίμωνας γύρισε και την έσυρε ώσπου να ανοίξει.

Μπρος του στεκόταν ένας ψηλόλιγνος γέρας, ντυμένος μ’ ένα λευκό ράσο. Το πρόσωπό του ήτανε χαλαρό, ειρηνεμένο, σα να μην επηρεαζότανε από τα γηρατειά.

«Ακολούθα με», είπε, κι ο Κίμωνας ακολούθησε δίχως να πει ούτε λέξη.

Οι δυο άρχισαν να περπατάνε σ’ ένα χωμάτινο μονοπάτι, αφήνοντας πίσω τους το δάσος.

«Σε γελάσανε φίλε μου», είπε ο γέρος με το λευκό ράσο.

«Τι θες να πεις;», ρώτησε ο Κίμωνας.

«Σε γελάσανε και σένα όπως πολλούς από τους γιους μου… Βλέπεις, σου χάρισα άπειρες ομορφιές! Τόσες ανατολές και τόσες δύσεις του Ηλίου, τόσα μικρά μυστήρια, κρυμμένα καλά καλά στα μονοπάτια του δάσους σου, τόσα ζωάκια να εξημερώσεις, τόσες σκιές να αράξεις… Τα πάντα σου έδωσα μωρέ, μα εσύ ούτε που το πρόσεξες!»

«Μα…»

«Τι μα; Τι μα;»

«Μου ‘χανε πει για κάτι φίδια…»

«Φίδια! Χάχα! Φίδια γιε μου βρίσκουνε μόνο οι εξερευνητές! Αυτοί που μπαίνουνε στο δάσος και το ζούνε μ’ όλη τους την ψυχή! Κι αυτοί ακόμη όταν τα βρίσκουνε τα φίδια, δεν έχουν πρόβλημα. Τους κόβουν τα κεφάλια με το ξίφος τους, γιατί είναι ατρόμητοι. Και ξέρεις γιατί είναι ατρόμητοι; Γιατί έχουν ζήσει! Εσύ τι έκανες παιδί μου; Σα μίζερος μπήκες, σα μίζερος έφυγες! Τι να σε κάμω εσένα;»

Ο Κίμωνας έσκυψε το κεφάλι του (άλλωστε το ‘χε συνηθίσει), κι έμεινε σιωπηλός. Κάποια στιγμή, ο γέροντας σταμάτησε. Το ίδιο κι ο Κίμωνας.

«Δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή γιε μου. Θα πρέπει να σε αφήσω εδώ»

«Τι εννοείς; Που είμαστε», ρώτησε μπερδεμένος ο Κίμωνας.

«Κοίτα γύρω σου»

Ο Κίμωνας γύρισε προς κάθε κατεύθυνση. Δεν υπήρχε τίποτε, παρά μια πυκνή, απέραντη ομίχλη.

«Μες στην ομίχλη ίσως βρεις κι άλλες ψυχές σαν την δικιά σου. Εδώ σ’ αφήνω γιε μου. Εδώ, παρέα με όλους τους δειλούς που περπατήσανε στο δάσος μου…»