"Ο Χάρος και ο Γέροντας" - Β' Βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό "ΚΈΦΑΛΟΣ"

"Ο Χάρος και ο Γέροντας" - Β' Βραβείο στον 3ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό "ΚΈΦΑΛΟΣ"

Το Διήγημα "Ο Χάρος και ο γέροντας" κέρδισε το Β' Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό "Κέφαλος" στην κατηγορία του Ελεύθερου Διηγήματος. Παρακάτω θα βρείτε το πρωτότυπο κείμενο.

Ο ΧΆΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΓΈΡΟΝΤΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Πώς θα ένιωθες εάν όλη σου η ύπαρξη δεν αποτελούσε τίποτε παραπάνω από ένα εκτελεστικό όργανο; Εάν ήσουν ένας δούλος, που απλώς εκτελεί τις εντολές των ανωτέρων του; Για κάποιους αυτό ίσως μοιάζει με ένα αβάσταχτο βάσανο, για τον Χάρο όμως, αυτή η αβυσσαλέα σκέψη περιγράφει πλήρως την πραγματικότητά του.

Για εκείνον δεν υπάρχει καμία ελευθερία. Δεν του επιτρέπεται να επιλέξει ποιους θα θανατώσει ή πότε. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να υπακούσει της εντολές του Αφέντη. Τις περισσότερες φορές, δεν του ζητείται να παίρνει ζωές χωρίς σκέψη, όμως κάποιες άλλες... οι επιλογές του Αφέντη φαίνονται... περίεργες, για να το πούμε κομψά. Από πού και ως πού, θεωρεί λογικό ας πούμε, να αφαιρείται η ζωή ενός μωρού; Ή ενός ενήλικα, που συμμετέχει εθελοντικά σε κάποια φιλανθρωπική οργάνωση; Τι κάνει αυτούς τους ανθρώπους άξιους του Θανάτου;

Αυτό το ερώτημα έχει στοιχειώσει το μυαλό του Χάρου για πολύ καιρό. Μερικές χιλιάδες χρόνια για την ακρίβεια. Όμως τι να κάνει; Να φέρει αντίρρηση στον Αφέντη; Όχι φυσικά, αφού αυτό σίγουρα θα σήμαινε μια θέση στα τελευταία κελιά της Κολάσεως. Και ο Χάρος θα προτιμούσε το οτιδήποτε αντί για αυτό.

Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι ο ρόλος του στον κόσμο ήταν προκαθορισμένος δεν σήμαινε πως δεν είχε την δυνατότητα να στεναχωριέται για τα θύματά του. Κάποιοι ίσως υποθέσουν ότι αυτά τα αισθήματα θα μειώνονταν από την δύναμη της ρουτίνας. Όμως δεν έχουν δίκιο. Στην πραγματικότητα, κάθε φορά που ο Χάρος έπαιρνε μαζί του ένα μικρό παιδί ή έναν αγαθό άνθρωπο, η απελπισία του φούσκωνε όλο και περισσότερο. Μέχρι που σήμερα, κάπου στα ξημερώματα, αποφάσισε πως το ποτήρι ξεχείλισε. Όχι, ο Αφέντης δεν τον είχε προστάξει να θανατώσει κάποιον έφηβο με μηχανάκι, ούτε κάποιο μωρό που έτυχε να γεννηθεί με λευχαιμία. Αντιθέτως μάλιστα, τον ενημέρωσε πως σε τρεις μέρες και επτά ώρες θα έπρεπε να πάρει μαζί του έναν άρρωστο παππούλη που ονομαζόταν Θεόδωρος Κουφός. Ένας άνθρωπος απλός, του οποίου η ώρα είχε έρθει λόγω της ηλικίας του. Αν και ψυχολογικά περνούσε δυσκολίες. Κυρίως λόγω της σχέσης του με την γυναίκα του, την Μάρθα.

Τι ήταν αυτό που έκανε τον Χάρο να διστάσει μόλις έλαβε μια τόσο συνηθισμένη εντολή; Σίγουρα έφταιγε το γεγονός πως παρακολουθούσε την ζωή του γέρου για πολλούς μήνες, περιμένοντας να έρθει η ώρα του. Όμως δεν ήταν αυτός ο λόγος. Ήταν μια βαθιά και μυστήρια αγανάκτηση, μία μορφή εξάντλησης που μόνο ο Αφέντης θα μπορούσε να αιτιολογήσει. Μια ανάγκη να αντισταθεί στην φυσική ροή των πραγμάτων. Μια ανάγκη να σταματήσει να εκτελεί εν ψυχρώ όποιον του πουν. Αυτή την φορά, ο Χάρος αρνιόταν να μπει στην ζωή αυτού του ανθρώπου κάποια ανέμελη μέρα και να τον σκοτώσει. Απ’ την άλλη βέβαια γνώριζε τις επιπτώσεις που θα πρόκυπταν σε περίπτωση που δεν το έκανε. Φαντάσου τι θα έκαναν οι άνθρωποι αν μάθαιναν πως μπορούν να αποφύγουν το θάνατο! Ο Αφέντης μόνο ξέρει!

Αντ’ αυτού, ο Χάρος αποφάσισε να κάνει κάτι που απαγορευόταν μεν, όμως δεν θα κατέστρεφε την ισορροπία του σύμπαντος. Αποφάσισε να επισκεφτεί τον Θεόδωρο, έστω τρεις μέρες πριν τον θάνατό του, και να τον προειδοποιήσει για το αναπόφευκτο. Έτσι, για να του δώσει τουλάχιστον την ευκαιρία να επιδιορθώσει όσα εκκρεμούσαν στην ζωή του, και να φύγει από αυτήν εν ειρήνη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά, ο Χάρος κρύφτηκε έξω απ’ το σπίτι του Θεοδώρου, περιμένοντας την ευκαιρία να του μιλήσει. Ευτυχώς για εκείνον, η γυναίκα του Θεοδώρου, η Μάρθα, είχε κανονίσει από πριν να επισκεφθεί το σπίτι μιας καλής της φίλης. Έτσι, γύρω στις επτά το απόγευμα ο Χάρος εισέβαλε στην οικία των Κουφών. Ο μικρόσωμος γέρος είχε βολευτεί στον δερμάτινο καναπέ μπροστά απ’ το τζάκι. Απολάμβανε την ημερήσια δόση κονιάκ, που χωρίς αυτήν μελαγχολούσε.

«Με συγχωρείτε κύριε...Θοδωρή», ο Χάρος ήξερε πως άθελά του θα φόβιζε τον γέρο, γι΄ αυτό του απευθύνθηκε με τον πιο φιλικό του τόνο. Όπως και να είχε όμως, δεν νομίζω πως υπάρχει άνθρωπος που δεν θα τρομοκρατούταν από μια επίσκεψη με τον ίδιο τον Χάρο. Η γαλήνη στο πρόσωπο του Θεοδώρου είχε σβήσει, και την θέση της πήρε μια έκφραση φρίκης. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί ορθάνοιχτα στον κουκουλωμένο εισβολέα, χωρίς να βγάζει ούτε ήχο από το στόμα του. Ο Χάρος άνοιξε τα χέρια του, δείχνοντας του το ξεραμένο, λευκό δέρμα των παλαμών του, για να δείξει στον γέρο πως ήταν άοπλος.

«Π-ποιο... ποιος είστε εσείς κ-κύριε...»

«Λυπάμαι που σας τρόμαξα κύριε Θεόδωρε... όμως δεν έχω πολύ χρόνο στην διάθεσή μου...»

«Χρόνο για τι!»

«Παρακαλώ ηρεμήστε. Το μόνο που θέλω είναι να σας μιλήσω. Και θα σας παρακαλούσα να με ακούσετε προσεκτικά.»

Οι δύο άντρες κάθισαν ήρεμα στους δυο καναπέδες μπροστά απ’ το τζάκι. Όσο η ώρα περνούσε, ο γέροντας έγινε πιο χαλαρός, και μάλιστα σέρβιρε ένα ποτήρι κονιάκ στον κουκουλοφόρο. Μέσα στην επόμενη ώρα, ο Χάρος εξήγησε τα πάντα στον Θεόδωρο. Μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Στην αρχή, όταν ανέφερε το ποιος ήταν, ο γέρος γέλασε σαν υστερικός. Όμως βλέποντας πόσο σοβαρά μιλούσε ο κουκουλοφόρος, άρχισε να θυμώνει. Στο τέλος της διήγησης, ο Θεόδωρος έσμιξε τα φρύδια του και φώναξε:

«Είσαστε τρελός! Αλήθεια πέστε μου τι σας έχουν δώσει;»

«Σας ικετεύω κύριέ μου, πρέπει να με πιστέψετε!»

«Τι να πιστέψω; Πως θα πεθάνω σε τρεις μέρες ή πως είστε ο Χάρος; Χαχά! Δεν είμαστε με τα καλά μας μου φαίνεται!»

Το βλέμμα του Ανώτερου σοβάρεψε. Τότε έστρεψε τα σκυθρωπά του μάτια προς το τζάκι και για να αποδείξει την θειότητα του, έκανε ένα θαύμα. Με ένα υπόκωφο χτύπημα των χεριών του, έσβησε τη φωτιά. Ο Θεόδωρος κοίταξε τα μαύρα ξύλα με δέος. Μα όταν επέστρεψε το βλέμμα του προς τον Χάρο, εκείνος είχε εξαφανιστεί...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Όταν επέστρεψε στο Θεϊκό Βασίλειο, ο Χάρος κλείστηκε στο δωμάτιό του χωρίς να πει κουβέντα σε οποιονδήποτε. Ήξερε πως αυτό που έκανε απαγορευόταν, όμως δεν ήξερε εάν ήταν σωστό. Εν τέλει, το άγχος τον κυρίεψε και αποφάσισε να κατέβει στην γη και να παρακολουθήσει στενά τον γέρο-Θόδωρο. Μόνο έτσι θα μάθαινε το αποτέλεσμα της τολμηρής του πράξης.

Δυστυχώς όμως... τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με τον τρόπο που περίμενε. Την πρώτη ημέρα μετά την επίσκεψή του, ο γέρος βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Το πρόσωπό του είχε χλομιάσει και δεν μπορούσε να μιλήσει σχεδόν καθόλου με την γυναίκα του. Όποτε έκανε τον κόπο να μιλήσει, το μόνο που κατάφερνε ήταν να μπερδεύει την γλώσσα του βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Η Μάρθα ανησύχησε, όμως υπέθεσε πως ο άντρας της είχε απλά κουραστεί. Καθώς το βράδυ πλησίαζε, ο Θεόδωρος άρχισε να επανέρχεται. Που στην προκειμένη περίπτωση... δεν ήταν καλό.

Ο γέρος έσπασε κάθε πιάτο και κάθε ποτήρι που υπήρχε στην κουζίνα. Άρχισε να σπρώχνει τα έπιπλα του σπιτιού δεξιά και αριστερά, να κοπανάει τους τοίχους. Όταν η Μάρθα βγήκε από το δωμάτιό τους για να δει τι συνέβαινε, εκείνος απλά της φώναξε με ακαταλαβίστικες φράσεις οργής. Πως να αποδεχτεί αυτό που θα συνέβαινε; Πως να μην γίνει επιθετικός και μνησίκακος;

Η Μάρθα φοβήθηκε τόσο πολύ, που στο τέλος αποφάσισε να κλειδωθεί στην κρεβατοκάμαρα, πράγμα που φυσικά εξόργισε ακόμη περισσότερο τον Θεόδωρο. Όπως με κάθε έκρηξη θυμού όμως, κάποια στιγμή ο σαματάς σταμάτησε. Μπορεί να του πήρε ώρες να το καταλάβει, όμως το να ξοδεύει τις ώρες του ουρλιάζοντας σαν υστερικός, κατάφερνε μόνο να λιγοστεύει τον ήδη ελάχιστο χρόνο που είχε απομείνει στην ζωή του. Με την βοήθεια αυτής της σκέψης λοιπόν, έπεσε στον δεύτερο κύκλο των συναισθημάτων του. Στην θλίψη.

Κοιμήθηκε στον καναπέ, καθώς η Μάρθα δεν τόλμησε να ξεκλειδώσει την πόρτα της ως το πρωί. Εκείνο το βράδυ, τόσο ο Θεόδωρος όσο και ο Χάρος, δεν κατάφεραν να κλείσουν μάτι. Η συνείδηση του Θεοδώρου είχε δηλητηριαστεί από σκέψεις τόσο σκοτεινές, που αν κανείς προσπαθούσε να τις ερμηνεύσει, σίγουρα θα τρελαινόταν. Είχε περάσει το στάδιο όπου ασχολούταν με την ύπαρξη του Χάρου και βρέθηκε τελείως εκτεθειμένος στην άδεια, ανούσια ύπαρξη του ίδιου του εαυτού του. Απ’ την στιγμή που ό,τι κι αν έκανε, ήταν γραφτό να τελειώσουν όλα σε δύο μέρες, ποιο το νόημα της ζωής του; Γιατί δούλευε τόσο σκληρά ως νέος στις οικοδομές; Γιατί ερωτεύτηκε την Μάρθα; Απλά για να νιώσει λίγη ευχαρίστηση προτού γίνουν όλα μαύρα όπως πριν την γέννησή του;

Αυτές οι σκέψεις στοίχειωναν το μυαλό του Θεοδώρου, σχεδόν όσο στοίχειωναν τον Χάρο οι τύψεις. Σκέφτηκε πως αυτό που έκανε ίσως να΄ ταν έως τώρα η χειρότερη απόφαση της αιώνιας ζωής του. Πόσο ανόητος! Να παραβιάσει κατά αυτόν τον τρόπο τον Αφέντη του, κι όχι μόνο αυτό, μα να καταστρέψει τις τελευταίες μέρες ενός ανθρώπου που θα έφευγε έτσι κι αλλιώς!

Ο Χάρος κρυφοκοιτούσε τον γέρο να κλαίει ασταμάτητα ενώ περπατούσε πέρα δώθε με αναστάτωση, όταν ο Θεόδωρος έκανε το ανήκουστο. Άνοιξε ένα ντουλάπι από την κουζίνα και έβγαλε έξω ένα χοντρό, μακρύ σκοινί και άρχισε να το επεξεργάζεται. Τότε ο ίδιος ο Χάρος, λευκός σαν πτώμα, βλέποντας πως ο γέρος είχε φτιάξει μια θηλιά!

Με απίστευτη ταχύτητα όρμησε μες στο δωμάτιο, με μια μόνο ιδέα στο μυαλό: Τι θα γίνει άμα πεθάνει τώρα ο γέρος; Πως θα τον πάω στον Αφέντη δύο μέρες νωρίτερα από την εντολή; Τι θα μου κάνει ο Αφέντης; Ω! Θα με τσακίσει!

«Κύριε Θοδωρή! Σας παρακαλώ, σταματήστε αμέσως!», ο γέρος έστριψε το κεφάλι του προς τον Χάρο. Στα υγρά, άρρωστα μάτια του δεν υπήρχε ίχνος φόβου. Είχε πράγματι φτάσει στον πάτο της αβύσσου του. Ο Θεόδωρος αγνόησε τον Χάρο και ανέβηκε στην καρέκλα πάνω απ’ την οποία θα κρεμούσε την θηλιά.

«Κύριε Θοδωρή!»

«Τι θες επιτέλους και συ...»

«Κύριε Θοδωρή... δεν είναι ανάγκη να τελειώσει έτσι...»

«Και τι διαφορά έχει, ε; Τι σε νοιάζει εσένα; Εσύ μονάχα το τομάρι μου θες», ένα πραγματικό σκοτάδι έπεσε στο πρόσωπο του γέροντα.

«Κάνεις λάθος, Θεόδωρε», η φωνή του Χάρου ακούστηκε τόσο βαθιά, που ο γέρος αναγκάστηκε να σταματήσει και να τον ακούσει.

«Νομίζετε μου αρέσει η δουλειά μου; Ε; Νομίζετε πως δεν με βαραίνει να βλέπω τόσους πεθαμένους κάθε, μα κάθε μέρα; Ή μήπως νομίζετε πως η αθανασία τα διορθώνει όλα; Πως είναι κάποια μορφή δώρου; Ε λοιπόν, μάθετε πως θα αντάλλαζα την αθανασία μου με τα ογδόντα χρονάκια που ζείτε εσείς οι θνητοί, για πλάκα!» Ο Θεόδωρος έμεινε σιωπηλός και κοιτούσε το πρόσωπο του Χάρου, που τώρα είχε γεμίσει με δάκρυα απόγνωσης.

«Όταν ήρθα εδώ αγαπητέ μου φίλε, δεν ήρθα να σου πω την μοίρα σου για να σε κάνω να απελπιστείς. Ξέρεις γιατί ήρθα;»

«Γιατί;»

«Για να σου δώσω μια ευκαιρία να εκτιμήσεις την ζωή, που εδώ και τόσο καιρό θεωρείς δεδομένη! Για να σου δώσω μια ευκαιρία όχι να απελπιστείς για το αναπόφευκτο τέλος, μα για να το πανηγυρίσεις! Επιτέλους, δώσε μια αγκαλιά στην γυναίκα σου άνθρωπε! Που τόσα χρόνια μόνο της γκρινιάζεις και την αγνοείς σαν να μην υπάρχει! Ξέρεις τι θα έδινα εγώ για να έχω κάποιον που να με αγαπάει; Ε; Δεν ξέρεις!»

«Μα...»

«Δεν υπάρχει Μα! Πάψε να τυφλώνεσαι από τον εγωισμό σου και κοίτα γύρω σου! Δεν βλέπεις την υπερφυσική, αμετάβλητη ομορφιά του κόσμου σας; Ακόμη και η τραγωδία της ύπαρξής σας, ή μάλλον ειδικά χάρη σε αυτήν, χρωματίζει αυτό το υπέροχο έργο τέχνης! Δεν βλέπετε Θοδωρή μου... κοιτάτε, αλλά δεν βλέπετε...»

Με αυτά τα λόγια, ο Χάρος ξέσπασε σε λυγμούς. Ένιωθε για ακόμη μια φορά στην ζωή του πως κανείς δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Πως δεν μπορούσαν να δουν αυτά που βλέπει. Όμως τότε, το σκληρό χέρι του άρρωστου γέρου τον ακούμπησε συμπονετικά στον ώμο του. Όταν γύρισε, αντίκρισε το πιο αληθινό χαμόγελο που είχε δει ποτέ του. Οι ρυτίδες του γέρου συμπλήρωναν με τελειότητα αυτό το χαμόγελο, που δεν πήγαζε ούτε από χαρά, ούτε από θλίψη, απλά από.... κάθαρση

Οι δυο τους αγκαλιάζονταν για πολύ ώρα, με τους πικρούς λυγμούς τους να ηχούν σε όλο το σαλόνι. «Συγγνώμη, φιλαράκο μου...», ψιθύρισε ο Θεόδωρος, δίνοντας ένα οριστικό τέλος στην μιζέρια του Χάρου.

Στο υπόλοιπο των δύο ημερών, ο γέροντας απολογήθηκε με ειλικρίνεια στην γυναίκα του. Της εξήγησε πόσο ανόητα φερόταν τόσο καιρό, και εκείνη, δίνοντας του ένα στοργικό φιλί, τον συγχώρησε. Το πρωί της τελευταίας ημέρας, το ζευγάρι κανόνισε ένα τραπέζι με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, όπου ο Θεόδωρος γλέντησε σαν άρχοντας. Το βράδυ, βγήκαν μόνοι τους και ήπιανε κονιάκ, στο μικρό μαγαζάκι όπου είχαν γνωριστεί πενήντα χρόνια νωρίτερα. Κι όταν γύρισαν σπίτι για να κοιμηθούν, ο Θεόδωρος της έδωσε ένα τελευταίο τρυφερό φιλί στο μέτωπο, όπως της άρεσε πάντα, και περπάτησε ως το σαλόνι.

Εκεί φυσικά, τον περίμενε ο φιλαράκος του, ο Χάρος με ένα πρωτόγνωρο χαμόγελο αισιοδοξίας στο πρόσωπό του.

«Είσαι καλός άνθρωπος, φιλαράκο μου...», και με αυτές τις τελευταίες λέξεις, ο Χάρος έπιασε με ευλάβεια τον γέροντα από την μέση του και πετάξανε μαζί ως το Βασίλειο του Αφέντη...