Διήγημα: Η μέρα

Διήγημα: Η μέρα

Η μέρα άρχισε αργά. Πολύ αργά. Ήταν σχετικά νωρίς όταν διαλύθηκε το τελευταίο του όνειρο, μα η μέρα δεν αρχίζει τότε για αυτόν. Το ολόλευκο φως που περνούσε απ’ την κουρτίνα μπορεί να μην ήταν δυνατό, όμως ήταν υπεραρκετό για να διαλύσει το όνειρο που έβλεπε.

Δυσαρεστημένος, έπεισε τον εαυτό του ότι ακόμη κοιμόταν. Έσφιξε λίγο πιο δυνατά τα μάτια του, και γύρισε αντίθετα του Ήλιου, σαν να ήταν φυτό που ήθελε να μαραθεί. Κουκουλώθηκε καλύτερα με την κουβέρτα που είχε σπρώξει μακριά του. Η αίσθηση της ζεστασιάς ήταν ευφορική. Είχε κρυφτεί επιτυχώς από την μέρα του και απ’ την ζωή του. Είχε κερδίσει λίγη ακόμη ώρα στην αναισθησία. Λίγη ακόμη ώρα στην μικρή δόση ανυπαρξίας που τόσο επίμονα ζητά ο οργανισμός του.

Δεν κοιμήθηκε ακριβώς. Γύριζε εδώ και κει μες στα παπλώματα—βρίσκοντας επανειλημμένα νέες θέσεις που να του δίνουν άνεση. Το μυαλό του σ’ όλη αυτή την διαδικασία μισοκοιμόταν, αλλά παράλληλα είχε συνείδηση του τι γινόταν. Κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο αναπόφευκτη γινόταν η συνειδητοποίηση πως όντως είχε έρθει η ώρα να σηκωθεί. Κατάφερε για δύο ολόκληρες ώρες να κοροϊδέψει τον εαυτό του, και να λιώσει μες στην νύστα και την άνεση του κρεβατιού. Μα επιτέλους, κάπου στις δώδεκα, τα μάτια του απλώς αρνούνταν να μείνουν κλειστά. Σήκωσε λοιπόν το κεφάλι του ενώ ήταν μπρούμητα, κι αμέσως ένιωσε τον σβέρκο του να πονάει.

«Ξάπλωσα πάλι στραβά γαμώ…»

Τα μάτια του καρφώθηκαν αμέσως στο κινητό του, που άφηνε πάντα γυρισμένο προς τα πάνω στο κομοδίνο. Είχε δει σε ένα βίντεο ότι δεν είναι καλό να βλέπουμε πρώτο πράγμα μες στην μέρα την οθόνη του κινητού μας. Ότι είναι πιο υγιές για να ξυπνήσουμε να βλέπουμε το φως του Ήλιου, ή έστω κάτι άλλο. Την συγκεκριμένη ώρα όμως καμία σκέψη δεν μπορούσε να τον πείσει να κάνει αλλιώς. Ήταν τόσο πιασμένος και μουδιασμένος σε όλο του το κορμί, τόσο ζαλισμένος και ανοργάνωτος στις σκέψεις του, που ό,τι κι άμα του έλεγες εκείνος θα έπαιρνε το κινητό στα χέρια του.

«Να δω την ώρα», σκέφτηκε. Αλήθεια όμως, ήξερε ότι δεν θα έβλεπε μόνο την ώρα. Σίγουρα θα έλεγχε για τυχόν ειδοποιήσεις. Κάποιο μήνυμα στο Instagram από κάποιον φίλο, ή από την όμορφη κοπέλα που προσπαθούσε να ρίξει. Κάποιο email από το πανεπιστήμιο που θα διάβαζε, παρόλο που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τον αφορούσε καθόλου. Κάποιο τηλεφώνημα που είχε χάσει απ’ την μητέρα του που τον έπαιρνε καθημερινά να δει τι κάνει. Κι αν δεν έβρισκε τίποτε από όλα αυτά, τότε σίγουρα θα άνοιγε το Instagram να δει καμιά ιστορία, στην ελπίδα ότι θα είχε ανεβάσει κάτι ενδιαφέρον κάποιος φίλος του ή κάποια όμορφη κοπέλα.

Πήρε το κινητό και γύρισε ανάσκελα με το πίσω του κεφαλιού στο μαξιλάρι. Άρχισε να σκρολάρει χωρίς να σκέφτεται. Είδε κάτι βιντεάκια και κάτι δημοσιεύσεις της αγαπημένης του ομάδας. Είδε κάτι τυχαία μιμίδια και αστεία, και μέσα του ήταν ευχαριστημένος. Πέρασε κάνα μισάωρο έτσι, άσκοπα. Είχε φτάσει όμως σχεδόν μεσημέρι, και ο φίλος μας έπρεπε επιτέλους να βγει απ’ την νάρκη του.

Έβαλε το κινητό στην τσέπη του (μη και δεν το ‘χει πάνω του καθώς τριγυρίζει στο δωμάτιό του) και σηκώθηκε όρθιος. Η ντοπαμίνη που λάμβανε επανειλημμένα από το σκρολάρισμα ξαφνικά δεν ήταν εκεί, κι αυτό του προκάλεσε μια μικρή ενόχληση στο κεφάλι. Κούνησε το κεφάλι του απότομα δεξιά κι αριστερά, σαν να ήθελε να βγάλει ένα βάρος που κουβαλούσε. Αυτό δεν βοήθησε ιδιαίτερα, απλά του δημιούργησε έναν μικρό πόνο που κατέβαινε από το κούτελο ως τα μάτια του.

Όταν πήγε στο μπάνιο είδε πως τα μάτια του ήταν κόκκινα. Έριξε λίγο νερό στην μούρη του, όχι όμως πολύ κρύο, γιατί το κρύο θα τον ξυπνούσε, κι εκείνος ήθελε να συνεχίσει μες στην άνεση της νύστας του.

Έπλυνε τα δόντια του και κάθισε στην τουαλέτα. Είχε φροντίσει να έχει το κινητό στην τσέπη για αυτήν ακριβώς την στιγμή. Όσο έκανε την ανάγκη του, άνοιξε το κινητό, κι αυτή την φορά μπήκε στο YouTube αντί για το Instagram. Όπως μπορείτε να καταλάβετε, ο φίλος μας ξόδεψε πάνω από μισή ώρα στην τουαλέτα, βλέποντας διάφορα βίντεο που δεν τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα, μα που προσέφεραν αρκετή ψυχαγωγία για να τον κρατήσουν στο YouTube.

Όταν βγήκε από το μπάνιο, ήταν ώρα για καφέ. Άλλωστε χωρίς καφέ δεν μπορείς να ξυπνήσεις. Θα μπορούσε να φτιάξει έναν ελληνικό, μα προτιμούσε τους κρύους Espresso. Έπιασε λοιπόν πάλι το κινητό του, και μπήκε στην εφαρμογή να παραγγείλει καφέ. «Δυόμιση ευρώ δεν είναι μεγάλη υπόθεση», σκέφτηκε, παρόλο που ήξερε πολύ καλά ότι θα χρειαζόταν κι άλλον καφέ μες στην μέρα. Άλλωστε οι γονείς του περνούσαν τα λεφτά, οπότε αν χρειαζόταν απλά θα ζητούσε λίγα περισσότερα.

Μιας και επιβεβαιώθηκε η παραγγελία στην εφαρμογή, εκείνος βγήκε απ’ την εφαρμογή, μα δεν μπορούσε ακόμη να κλείσει τελείως το κινητό του. «Ε, σε μισή ώρα θα ‘ρθει ο καφές. Θα ξεκινήσω να διαβάζω τότε»

Αυτό φυσικά του έδινε το ελεύθερο να χαζέψει στο κινητό για άλλα τριάντα λεπτά, δήθεν επειδή περίμενε τον καφέ. Λες και δεν μπορούσε να διαβάσει για μισή ώρα πριν έρθει ο καφές και μετά απλά να συνέχιζε!

Ήταν πολύ χαρούμενος όταν άκουσε ακούστηκε η κλήση του διανομέα, γιατί καφές έφτασε μετά από είκοσι λεπτά. Κοίταξε την ώρα. Έγραφε 12 : 41, οπότε αποφάσισε ότι, αφού η ώρα κόντευε να πάει μία, θα καθόταν στο κινητό μέχρι να φτάσει ακριβώς 1 : 00. Είναι μια από αυτές τις παράξενες εμμονές που έχουμε οι άνθρωποι—να πρέπει ντε και καλά να ξεκινούμε ή να τελειώνουμε κάτι σε μια στρογγυλοποιημένη ώρα. Δεν θα αρχίσουμε την δουλειά στις και δώδεκα, θα αρχίσουμε στις και τέταρτο. Έτσι, γιατί έχουμε ένα μικρό φετίχ με την τακτικότητα.

Φυσικά η ώρα πήγε μία, όμως εκείνη την στιγμή ακριβώς ήταν στην μέση του αγαπημένου του τραγουδιού, και φυσικά θα ήταν πολύ άβολο να το έκοβε στην μέση. Το άφησε λοιπόν να ολοκληρωθεί, κι εκείνη την στιγμή είχε μια λάμψη διαύγειας. «Τώρα είναι η ώρα που πρέπει όντως να αρχίσω να διαβάζω. Αυτό είπα. Αυτό υποσχέθηκα στον εαυτό μου»

Αμέσως ένα καταπιεστικό σύννεφο αρνητικότητας γέμισε το μυαλό του. «Μην μιλάς, κοίτα εδώ!», και είδε στο κινητό του το επόμενο προτεινόμενο τραγούδι. Δεν ήξερε αν ήθελε να ακούσει το τραγούδι όντως, όμως η εικόνα του βίντεο-κλιπ σε συνεργασία με την ανάμνηση του πόσο ωραία είχε αισθανθεί ακούγοντάς το, τον ώθησε να το πατήσει. Τότε έκλεισε τα μάτια του, σαν να απαρνιόταν όλες του τις ευθύνες και τις υποσχέσεις. Σαν να έλεγε στον κόσμο να φύγει από πάνω του, και να τον αφήσει απλά να απολαύσει την μουσική που γούσταρε.

Σχεδόν σαν ναρκομανής πατούσε το επόμενο προτεινόμενο τραγούδι κάθε φορά που τελείωνε το προηγούμενο. Είχε πείσει τον εαυτό του να αγνοήσει τα πάντα και να εστιάσει μόνο στην μουσική. Κάποια στιγμή είπε «αυτό θα είναι όντως το τελευταίο» και όσο το άκουγε πήγε και έπιασε το τετράδιο που είχε για το μάθημα της σχολής. Το άνοιξε στην πρώτη ελεύθερη σελίδα που υπήρχε, και το ακούμπησε ανοιχτό στο γραφείο του. Έτσι όταν τέλειωνε το τραγούδι του, θα πήγαινε κατ’ ευθείαν στο ανοιχτό τετράδιο να κάνει τις ασκήσεις που εκκρεμούσαν.

Αυτήν την φορά πράγματι έκλεισε το κινητό του και το άφησε στην άκρη. Πήγε και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου, και είχε μπροστά του την άδεια σελίδα του τετραδίου του. Έπιασε τον υπολογιστή του, τον άνοιξε, και πήγε να βρει τις ασκήσεις που έπρεπε να κάνει. Και στάθηκε εκεί να τις κοιτά, και να κοιτά το τετράδιο, και ακόμη ένιωθε πως κάτι του έλειπε. Ήπιε μια γουλιά καφέ και πήρε μια κάποια ώθηση να αρχίσει να λύνει. Ξεκίνησε λοιπόν, και ολοκλήρωσε την πρώτη του άσκηση. Κι όταν την ολοκλήρωσε, τέντωσε την πλάτη του και απλώθηκε προς τα πίσω. Ένιωθε σαν αναγνώστης που είχε μόλις τελειώσει ένα κεφάλαιο.

Εκεί, σε αυτό το μικρό παραθυράκι, πέρασε πάλι η σκέψη να ανοίξει το κινητό του. Αυτή την φορά όμως είχε πάρει φόρα, και δεν υπήρχε περίπτωση να σηκωθεί ξανά από την καρέκλα του. Πήγε λοιπόν στην επόμενη άσκηση, μα αυτό που βρήκε ήταν πως τελικά ήταν πιο δύσκολο από αυτό που περίμενε. Σαν να είχε ανοίξει ο νους του λίγο, και να είχε γεμίσει με ανεπιθύμητα φίδια που τον ενοχλούσαν και δεν τον άφηναν να σκέφτεται καθαρά. Ήθελε να κάνει την άσκησή του, μα ένιωθε ότι χρειαζόταν και κάτι παραπάνω. Δεν άντεχε να μείνει εστιασμένος σε ένα πράγμα μες στην απίστευτη ησυχία του άδειου δωματίου του.

Άνοιξε ένα παράθυρο στο Google στον υπολογιστή του, και έψαξε «Relaxing music for studying». Διάλεξε ένα βίντεο των δύο ωρών και έπειτα επέστρεψε στην άσκηση που είχε να κάνει. Με την μουσική να παίζει στο παρασκήνιο το λύσιμο της άσκησης έγινε υποφερτό. Μπορεί να του πήρε πολύ περισσότερη ώρα να τελειώσει τις ασκήσεις του, άλλα τουλάχιστον τις έκανε.

Είχε τελειώσει τώρα τις ασκήσεις του ενός μαθήματος. Η ώρα είχε φτάσει τρεις παρά. Νιώθοντας υπερήφανος, έδωσε άδεια στον εαυτό του να ετοιμάσει μεσημεριανό για να φάει. Όσο μαγείρευε είχε τα ακουστικά του και το κινητό του ανοιχτό και έβλεπε μικρά κλιπ μέχρι να γίνει έτοιμο το φαγητό. Η όλη διαδικασία πήρε περίπου μία ώρα, και μέχρι να φάει πήρε άλλη μισή ώρα—αφού όποτε έτρωγε έπρεπε να έχει ανοιχτό το YouTube για να βλέπει παράλληλα.

Λίγο πριν ξεμπερδέψει με όλα αυτά, συνειδητοποίησε ότι ήταν Τετάρτη. Αυτό σήμαινε πως είχε μάθημα από τις έξι ως τις εννιά στο πανεπιστήμιο. Το είχε ξεχάσει τελείως, και τον έπιασε μεγάλο άγχος με το που το θυμήθηκε. Είχε περίπου μία ώρα για να ετοιμαστεί, και ήταν ακόμη με τις πιτζάμες.

Μπήκε κατευθείαν για μπάνιο και έκανε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Όταν βγήκε όρμησε αμέσως στο κουβάρι πλυμένων ρούχων που είχε βγάλει απ’ το πλυντήριο χωρίς να τα ‘χει σιδερώσει. Δεν σιδέρωνε τίποτα μέχρι να έρθει η ώρα που αποφάσιζε να το φορέσει. Του πήρε αρκετή ώρα να σιδερώνει ένα παντελόνι και μια μπλούζα γιατί γενικά δεν το είχε με αυτά τα πράγματα. Τα φόρεσε αμέσως, και κοίταξε το ρολόι. Προλάβαινε ίσα ίσα να πιάσει το λεωφορείο και να φτάσει στην τάξη του στην ώρα του. Γι’ αυτό έτρεξε άρον άρον με μια τσάντα κι ένα κινητό στο χέρι.

Η τάξη ήταν βαρετή και δύσκολη όπως όλες οι άλλες. Εκείνος δεν είχε δώσει σχεδόν καμία σημασία στα πρώτα εισαγωγικά μαθήματα του πτυχίου του, και ως αποτέλεσμα είχε τεράστια κενά που δεν μπορούσε να καλύψει κανείς εύκολα. Έτσι εμφανιζότανε από τάξη σε τάξη, μπερδεμένος και βιαστικός, χωρίς να καταλαβαίνει σχεδόν τίποτα.

Όταν έφτασε στο διαμέρισμά του η ώρα ήταν ήδη εννιά και μισή, και ο ίδιος ένιωθε απίστευτα κουρασμένος και ζαβλακωμένος από το ανυπόφορο τρίωρο που είχε μόλις περάσει. Με το που μπήκε πέταξε κάτω την τσάντα, άφησε το κινητό στην κουζίνα, και έπεσε μονομιάς μπρούμητα στο κρεβάτι. Η απαλή αίσθηση του παπλώματος του έδωσε άνεση αλλά όχι ανακούφιση. Ένιωσε κάτι βαθιά στενάχωρο μες στα σεντόνια του. Ένιωσε μια αίσθηση απώλειας.

Είχε έρθει το βράδυ, και ήταν η ώρα όπου μπορούσε να φάει και να ξεκουραστεί χωρίς να σπάει κανέναν ηθικό κανόνα για την παραγωγικότητά του. Στην πραγματικότητα όμως, το ψέμα ήταν τόσο ξεκάθαρο που δεν μπορούσε να μην αισθανθεί τύψεις. Είχε πετάξει την μέρα του χωρίς κανενός την πίεση. Τα είχε κάνει όλα λάθος, και το ήξερε.

Μάζεψε το σώμα του γύρω απ’ τον εαυτό του σε εμβρυακή στάση, και κάλυψε τα μάτια του με τα χέρια του. Άφησε ένα μικρό ξεφύσημα απογοήτευσης κι έπειτα έσφιξε τα δόντια του. Ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν λίγο. Ξεφύσησε ξανά. Αυτή δεν ήταν ζωή. Δεν ήταν αυτό που είχε όταν έτρεχε στο προαύλιο στο δημοτικό. Δεν ήταν καν σαν τις βαρετές μέρες που είχε περάσει με την οικογένειά του στο παλιό του σπίτι. Ήταν σαν ένα μεγάλο μούδιασμα. Σαν μια αργή, καθημερινή διαδικασία αυτοκτονίας.

Παρέμεινε πάνω απ’ το πάπλωμά του καλύπτοντας το πρόσωπό του και σιγόκλαιγε. Και ήταν πικρός και ύπουλος ο πόνος του, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι σε λίγα λεπτά θα σηκωνόταν για να φάει, να ανοίξει το κινητό του, και να μείνει ξάγρυπνος ως τις δύο το βράδυ—βλέποντας μαλακίες που δεν τον ενδιέφεραν ποτέ.